- διένεμε
- διανέμωin D.imperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μιχαήλ — I (εβρ. Μικαέλ = τις ως ο Θεός;). Όνομα με το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ο άγγελος φύλακας του Ισραήλ. Αναφέρεται επίσης στην Καινή Διαθήκη και στα απόκρυφα κείμενα. Η λατρεία του στη χριστιανική Εκκλησία (Αρχάγγελος Μιχαήλ) είναι… … Dictionary of Greek
Μοίρες — I Στην αρχαία Ελλάδα οι τρεις θεότητες που καθόριζαν το πεπρωμένο του ανθρώπου. Ο όρος Μοίρες προέρχεται από τη λέξη «μοίρα», τμήμα δηλαδή ενός όλου, μέρος, το μερίδιο που ανήκει στον καθένα, γιατί οι Μ. «μοίραζαν» τα κακά ή τα καλά στον άνθρωπο… … Dictionary of Greek